Ξύπνησε. Βρήκε τον εαυτό του ξαπλωμένο σε ένα παγκάκι. Όρθωσε το σώμα του και ένιωσε πιασμένους όλους τους μύες. Βρισκόταν σε ένα μεγάλο δωμάτιο που έμοιαζε με αίθουσα αναμονής. Γύρω του πρόσεξε και άλλα παγκάκια, ήταν όμως όλα άδεια. Σε μια γωνιά της αίθουσας βρισκόταν ένα ευρύχωρο  λευκό παραβάν. Στο πλάι του ένα ογκώδες γραφείο. Από πάνω του υπήρχε μια επιγραφή: «Κέντρο υποδοχής μεταναστών». Πίσω του κρεμόταν ένας μεγάλος καθρέφτης. Σηκώθηκε και κοιτάχτηκε. Είχε γένια και κοντά μαλλιά, κάτι ασυνήθιστο για αυτόν μια και πάντα φρόντιζε να ξυρίζεται.  Πόσες μέρες περάσαν αναρωτήθηκε. Προσπάθησε να θυμηθεί: τρόμος, αγωνιά, κραυγές, εκρήξεις, και ένα ελικόπτερο. Έτρεχε να φτάσει στο ελικόπτερο. Και μετά; Μια γυναίκεια φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Νίκο, είσαι ο επόμενος για εξέταση»
«Εξέταση, για ποιό λόγο; Που βρίσκομαι;»
«Μην ανησυχείς, έλα μαζί μου στο παραβάν,  θα σου τα εξηγήσουν εκεί όλα»
Η φωνή της ήταν γλυκιά και απέπνεε εμπιστοσύνη. Την ακολούθησε δίχως αντιρρήσεις. Μέσα στο παραβάν προς έκπληξη του τον περίμεναν τέσσερις γιατροί. Τον κάθισαν σε ένα κρεβάτι νοσηλείας και του άνοιξαν το ήδη σκισμένο πουκάμισο. Καθώς του τοποθετούσαν ακροδέκτες στο στήθος και στο κεφάλι του εξήγησαν τι γινόταν. Όμως από τη σύγχυση του, συγκράτησε μόνο δυο φράσεις:
«Θα διαπιστώσουμε την ποιότητα σου" και  "αν ανταποκρίνεσαι στο ISO 29000".
«Έτοιμος» είπε ένας από αυτούς. Ένας διακόπτης γύρισε και μια δυνατή τάση ηλεκτρισμού του τίναξε όλο το σώμα. Αφόρητος πόνος τον κατέκλυσε. Ένας από τους γιατρούς ξέσπασε σε γέλια. «Είναι πολύ καλής ποιότητας … αγωγός» είπε. "Ξανά".
Το σώμα του συσπάστηκε και πάλι. Κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν ιατρική εξέταση αλλά ηλεκτροσόκ. 
«Με βασανίζετε» είπε με δυσκολία.
«Όπα» απάντησε ένας από τους γιατρούς φανερά θιγμένος. "Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή κατηγορία που δεν μπορούμε να αφήσουμε αναπάντητη. Αν ξαναπείς ότι σε βασανίζουμε θα σου κάνουμε μήνυση."
«Να μου κάνετε, πιστεύω ότι η δικαιοσύνη θα μου φερθεί πολύ καλύτερα από σας».
«Δεν θα ήμουν τόσο σίγουρος αν βρισκόμουν στη θέση σου. Η  απονομή της δικαιοσύνης έχει πλέον περάσει στα χέρια των αδικημένων.»
Ένα κύμα τρόμου διαχύθηκε σε όλο του το κορμί, τόσο έντονο που πίστεψε ότι είναι πιο δυνατό και από το ηλεκτροσόκ. Πόσο λάθος έκανε.Ο διακόπτης αυτή τη φορά άγγιξε τα όριά του και ο Νίκος λιποθύμησε...


          Ξύπνησε. Ήταν ξαπλωμένος καταγής στη βάση ενός αγάλματος, το οποίο κυκλώνονταν από σπίτια, φτωχικά, σχεδόν παράγκες.  Πέρα από αυτά, υπήρχε μόνο σκοτάδι και πυκνή ομίχλη.  Σηκώθηκε και παρατήρησε το άγαλμα: ένας άνδρας κρατούσε  έναν κεραυνό στο χέρι έτοιμος να τον εκτοξεύσει στους εχθρούς του, ενώ  δυο χέρια αγκάλιαζαν τα ποδιά του.  Ήταν όμως κομμένα, το υπόλοιπο του γλυπτού είχε αφαιρεθεί. Το αναγνώρισε και γέλασε ειρωνικά. Κρύωνε όμως και πεινούσε πολύ. Άρχισε να καλεί σε βοήθεια, παρ’ όλα αυτά κάνεις δεν συγκινήθηκε. Χτύπησε τις πόρτες ζητώντας φαγητό και ζεστασιά. Το μόνο που έλαβε ήταν σπρωξιές, κλωτσιές και βρισιές. Γύρισε πίσω απελπισμένος.
«Ξέρεις, εσύ το έκανες αυτό". Ένας γέρος με καλοσυνάτο πρόσωπο και μπαστούνι εμφανίστηκε μέσα από τις σκιές. «Κατάφερες ότι δεν κατάφεραν άλλες θρησκείες για χιλιάδες χρονιά. Μπορεί να μην είχε πια πιστούς, να μην είχε προσευχές να απαντήσει, αλλά  πάντοτε σε αυτόν τον τόπο ο Δίας ήταν Ξένιος. Όχι όμως πια. Φρόντισαν τα λόγια και οι πράξεις σου για αυτό. Βεβήλωσες ένα θεό, ξερίζωσες το ανθρώπινο από τον άνθρωπο.»
«Γέρο-ανόητε με τις ασυναρτησίες σου, όσο και να προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω τύψεις δεν θα το καταφέρεις, είμαι περήφανος για το έργο μου» σκέφτηκε. Έκρυψε καλά τους συλλογισμούς του και απάντησε σε τελείως διαφορετικό ύφος: «Μπορείς να με βοηθήσεις; Που είμαστε; Υπάρχει κανένα τηλέφωνο εδώ κοντά;».
«Φαίνεσαι πεινασμένος» απάντησε ο γέρος και του γύρισε την πλάτη. Μπήκε σε μια αυλή ενός σπιτιού, ένα μικρό μπαξέ.  Έκοψε μια ντομάτα και της έμπηξε μια μεγάλη δαγκωματιά. Έπειτα, αφού έκανε νόημα προς το Νίκο σαν να του λέει «άντε τι περιμένεις» εξαφανίστηκε στις σκιές. Χωρίς να χάσει καιρό αυτός πήδηξε μέσα στην άυλη και άρχισε να κόβει κάθε λογής λαχανικά που έβρισκε. Σύντομα όμως μια ιαχή δονούσε ολόκληρο τον οικισμό. «Κλεφτής – Κλέφτης». Βρήκε τον εαυτό του να τρέχει γεμάτο αγωνία. Ήταν όμως πολύ αδύναμος και δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Μια βροντή από βήματα πίσω του όλο και δυνάμωνε. Ξαφνικά, δακρυγόνα άρχισαν να πέφτουν ολόγυρα.  Σύντομα δυσκολευόταν να αναπνεύσει.  Ένα αβάσταχτο τσούξιμο στο πρόσωπο και στα μάτια τον έριξε κάτω στα τέσσερα. Του ήταν αδύνατο να δει τι συνέβαινε. Ένιωσε ένα τσίμπημα στα οπίσθια του. Έπειτα, μύτες από μπότες συναντούσαν όλο του το σώμα. Διπλώθηκε κάτω για να προστατευτεί. Ευτυχώς για αυτόν σε  δευτερόλεπτα  ένιωσε τις αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουν…

          Ξύπνησε. Ήταν πολύ στενάχωρα και σκοτεινά. Κατάλαβε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα κιβώτιο. Ήταν ζεστά ντυμένος και ένιωθε χορτάτος. "Η τύχη μου άλλαξε" υπέθεσε.  «Κάποιοι με έσωσαν και τώρα με φυγαδεύουν». Άκουσε γαβγίσματα σκύλων. Είχαν πλησιάσει το κιβώτιο και το μύριζαν. Ξαφνικά το καπάκι άνοιξε και φώτα από δυνατούς φακούς τον τύφλωσαν. 
«Λαθρεπιβάτης» φώναξαν οι άνδρες που τον βρήκαν. Στιβαρά χεριά τον τράβηξαν και τον έσυραν στο κατάστρωμα. «Λαθρεπιβάτης» φώναζαν περισσότερα στόματα τώρα. Ο καπετάνιος, ένας πανύψηλος και γεροδεμένος άνδρας ορθώθηκε μπροστά του. «Τι έχουμε εδώ;» είπε, «ένας λαθραίος».
«Δεν είμαι λαθραίος» απάντησε ο Νίκος. "Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ".
«Στη θάλασσα» φώναξαν οι ναύτες. «Πετάξτε τον στη θάλασσα»
Ο Νίκος ασυναίσθητα έψαξε τις τσέπες του. Ένιωσε χαρτιά μέσα σε αυτές. Έβγαλε μια στοίβα και την κοίταξε με περιέργεια.  Ήταν χαρτονομίσματα, η άξια τους μεγάλη.
«Έχω λεφτά» είπε με ένα τόνο ελπίδας στη φωνή του. «Λεφτά για εισιτήριο. Να, παρ’τα όλα.»
Ο καπετάνιος τα άρπαξε από το χέρι του. Γέλασε, και τα βρόντηξε χάμω. «Άχρηστα» είπε αηδιασμένος και τα έφτυσε. «Καλά, δεν έμαθες ότι το Ευρώ διαλύθηκε; Στη θάλασσα γρήγορα» διέταξε..
Στο πλάι είχαν ήδη σύρει κάτι που έμοιαζε με βατήρα πισίνας. Τον ανέβασαν στη σανίδα που προεξείχε πάνω από τα κάγκελα του πλοίου. Αυτός έντρομος άρχισε να κλαψουρίζει και να τους παρακαλεί.
«Εσείς το κάνατε αυτό» είπε ο καπετάνιος. «Εσύ και οι φίλοι σου. Μπορεί ο Ποσειδώνας να παρέδωσε τα σκήπτρα του στον Άγιο Νικόλαο, μεγάλη η χάρη του, αλλά πάντοτε ήταν θεός της θάλασσας. Ποτέ άλλοτε δεν είχε πνιγεί κόσμος με τον τρόπο το δικό σας. Εσείς τον μετατρέψατε σε θεό του κάτω κόσμου. Και να τος, σε περιμένει στις πύλες του..»
«Δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό ούρλιαξε. Είμαι ο υπουργός…»
Ένα χτύπημα από κουπί τον αποστόμωσε και τον πέταξε στη θάλασσα. Ζαλισμένος , δυσκολευόταν στη μάχη του με τα παγωμένα κύματα. Για μια στιγμή, για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε να σταματήσει να κολυμπάει, να γλυτώσει από αυτό το μαρτύριο. Το σχήμα μια βάρκας όμως αναπτέρωσε τις ελπίδες του. Κολύμπησε προς το μέρος της και ύστερα από επίμονες προσπάθειες κατάφερε να σκαρφαλώσει πάνω της. Ξάπλωσε μπρούμυτα εξουθενωμένος. Δεν πρόσεξε όμως ότι δεν ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Ένα χτύπημα με ακρίβεια στον αυχένα τον άφησε αναίσθητο.

          Ξύπνησε. Καταράστηκε την στιγμή. Τα βάλε με τον εαυτό του που δεν αφέθηκε στα κύματα: «Πώς ξεγελάστηκα έτσι, πώς νόμιζα ότι θα γλίτωνα». Του ήρθαν στο νου τα λόγια του γιατρού: «Η δικαιοσύνη έχει περάσει στα χέρια των αδικημένων». Είχε  πλέον καταλάβει το μοτίβο. Όταν ξυπνούσε, μια ανάλογη τιμωρία  τον περίμενε, για κάθε αδικία και ακρότητα που είχε διαπράξει.  Και μα το Δια, μα τον Ποσειδώνα, ήταν μεγάλη η λίστα από δαύτες…

pandaleon